μαλακύνομαι

From LSJ

περὶ ἀλόγων γραμμῶν καὶ ναστῶν → on incommensurable lines and solids

Source

Greek Monotonic

μᾰλᾰκύνομαι: Παθ., όπως το μαλακίζομαι, υποχωρώ, κάμπτομαι, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

μᾰλᾰκύνομαι: быть слабым или вялым Xen., Diod.

Middle Liddell

μᾰλᾰκύνομαι,
Pass., like μαλακίζομαι, to flag, Xen.