μανέστρα

From LSJ

τὰ ἡμίσεα πάσης τῆς οὐσίης ἐξαργυρώσαντα → turn half of my property into silver

Source

Greek Monolingual

η
είδος ζυμαρικού, κριθαράκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. manestra].