μανέστρα

From LSJ

τὸν τεθνηκότα μὴ κακολογεῖν → do not speak ill of the dead, speak no ill of the dead (Chilon the Spartan)

Source

Greek Monolingual

η
είδος ζυμαρικού, κριθαράκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. manestra].