μαραυγώ
From LSJ
ἡ δὲ φύσις φεύγει τὸ ἄπειρον· τὸ μὲν γὰρ ἄπειρον ἀτελές, ἡ δὲ φύσις ἀεὶ ζητεῖ τέλος → nature, however, avoids what is infinite, because the infinite lacks completion and finality, whereas this is what Nature always seeks
Greek Monolingual
μαραυγῶ, -έω (Α)
θαμπώνομαι από το πολύ φως, σκοτίζομαι, θαμπώνουν τα μάτια μου («αἱ ἐν τοῖς ὄμμασιν αὐτοῦ κόραι... δοκοῦσι... μαραυγεῖν», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετο ρ., του οποίου το β' συνθετικό εμφανίζεται και στα σκι-αυγῶ, χρυσ-αυγῶ (βλ. λ. αὐγή). Το α' συνθετικό συνδέεται πιθ. με το επίθ. μαρμάρεος (I) (πρβλ. μαρμάρεαι αὐγαί) ή το ρ. μαρμαίρω «αστράφτω, λάμπω, ακτινοβολώ»].