ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
μαρμαρεργατῶ, -έω (Μ)κατεργάζομαι μάρμαρα, εργάζομαι πάνω σε μάρμαρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < μάρμαρο + -εργατῶ (< ἐργάτης)].