Τύχη τέχνην ὤρθωσεν, οὐ τέχνη τύχην → Artem fortuna, non ars fortunam erigit → Das Glück erhöht die Kunst und nicht die Kunst das Glück
μαρμᾰρύζω sparkle τὰς δὲ Θεοξένου ἀκτῖνας πρὸς ὄσσων μαρμαρυζοίσας δρακείς (v. l. -ιζοίσας) fr. 123. 3.
μαρμαρύζω (Α)
βλ. μαρμαρύσσω.
= μαρμαίρω, Sp.