ματαιογέρων

From LSJ

Γαμεῖν δὲ μέλλων βλέψον εἰς τοὺς γείτονας → Quaeris maritus esse? Vicinos vide → Auf deine Nachbarn sieh, wenn du an Hochzeit denkst

Menander, Monostichoi, 103

Greek (Liddell-Scott)

ματαιογέρων: ὁ, ματαιολογῶν γέρων, μωρολόγος, μεταγεν.

Greek Monolingual

ματαιογέρων, -οντος ὁ (Α)
ο γέρος που λέει ανοησίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + γέρων (πρβλ. δημο-γέρων)].