μαυλίς

From LSJ

ὁ ἐντυγχάνων τοῖς τοξεύμασι → he who fell in the way of the bow-shots

Source

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
couteau.
Étymologie: DELG étym. ignorée.

German (Pape)

ίδος, ἡ,
1μαυλία.
2 das Messer, = μάχαιρα, κεφαλῆς ἀπὸ θυμὸν ἀράξαι μαυλίδι χαλκείῃ, Nic. Ther. 705; μαύλιες, Epigr. (XV.25).