μαυρόψαρος

From LSJ

ἐλαχίστου ἐδέησε διαφθεῖραι → narrowly missed destroying

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
μαύρος και σταχτής, γκρίζος σκούρος, σκοτεινός («ένα φαρί μαυρόψαρο, όμορφο και μεγάλο», Ερωτόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαύρος + ψάρος «σταχτής»].