μεγαλότητα

From LSJ

ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up

Source

Greek Monolingual

και μεγαλότη, η (ΑM μεγαλότης, -ητος, Μ και μεγαλότητα και μεγαλότη) μεγάλος
μέγεθος
νεοελλ.-μσν.
μεγαλείο, λαμπρότητα
μσν.
ισχύς, δύναμη.