μειδάμων

From LSJ

Γύμναζε παῖδας· ἄνδρας οὐ γὰρ γυμνάσεις → Exerce pueros: non exercebis virum → Mit Kindern übe, denn mit Männern ist's zu spät

Menander, Monostichoi, 104
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μειδάμων Medium diacritics: μειδάμων Low diacritics: μειδάμων Capitals: ΜΕΙΔΑΜΩΝ
Transliteration A: meidámōn Transliteration B: meidamōn Transliteration C: meidamon Beta Code: meida/mwn

English (LSJ)

[ᾱ], ονος, ὁ, ἡ, smiling, Hymn.Is.147.

Greek (Liddell-Scott)

μειδάμων: [ᾱ], Βοιωτ. = τῷ Ἰω. μηδαμῶν καὶ τῷ Ἀττικ. μηδένων, Kaib. Ep. 1028.

Greek Monolingual

μειδάμων, -ονος, ὁ και ἡ (Α)
αυτός που του αρέσει να γελά, φαιδρός, ευχάριστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μειδάω (πρβλ. μείδημα)].