μειλικτήρια
From LSJ
ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται → the word of God will not be dishonoured, the word of God will not be dishonored
French (Bailly abrégé)
ων (τά) :
s.e. ἱερά;
offrande expiatoire propre à adoucir, à apaiser (les mânes).
Étymologie: μειλικτήριος.
Russian (Dvoretsky)
μειλικτήρια: τά (sc. ἱερά) искупительная или умилостивительная жертва (νεκροῖσι Aesch.).
English (Woodhouse)
(see also: μειλικτήριος) something that propitiates