μελανόχλωρος
From LSJ
τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαι → show the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away
English (LSJ)
μελανόχλωρον, = μελάγχλωρος, Procl.Par.Ptol.204.
German (Pape)
[Seite 120] schwärzlich blaß, Procl.
Greek (Liddell-Scott)
μελᾰνόχλωρος: -ον, μαυροκίτρινος, Πρόκλ. Παράφρασ. Πτολ. σελ. 204.
Greek Monolingual
μελανόχλωρος, -ον (Α)
βλ.μελάγχλωρος.