μελιγηθής

From LSJ

τέλος δεδωκώς Xθύλου, σoι χάριν φέρω → having given the end of Cthulhu, I confer a favor on you

Source

Greek Monolingual

-ές (Α μελιγηθής και δωρ. τ. μελιγαθής, -ές)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο μελιγηθής
ζωολ. γένος εντόμων της οικογένειας nitidulidae, που περιλαμβάνει είδη εντόμων μικρού ή πολύ μικρού μεγέθους
αρχ.
αυτός που είναι γλυκός και ευφραίνει σαν το μέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + -γηθής (< γῆθος < γηθῶ «ευφραίνω»), πρβλ. πλουτογηθής, πολυγηθής)].