μελισσόκηπος
From LSJ
Ἡδὺν δὲ βίον μύστῃσι πρόφαινε → Show forth to the initiates a sweet life
Greek Monolingual
ο
κήπος ή τόπος περίφρακτος, συνήθως, μεσημβρινός και υπήνεμος, όπου είναι τοποθετημένες κυψέλες τών μελισσών, αλλ. μελισσομάντρι, μελισσοτόπι, μελισσώνας, μελισσοτροφείο, μελισσουργείο.