ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
pf. de μένω.
μεμένηκα: παρακ. του μένω.
μεμένηκα: Dem. pf. к μένω.