μεμένηκα

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source

French (Bailly abrégé)

pf. de μένω.

Greek Monotonic

μεμένηκα: παρακ. του μένω.

Russian (Dvoretsky)

μεμένηκα: Dem. pf. к μένω.