Θυμῷ χαρίζου μηδέν, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Si mens est tibi, ne cedas iracundiae → Dem Zorn sei nicht zu Willen, bist du bei Verstand
και μενεξελής -ιά, -ί (μενεξές]
1. αυτός που έχει το χρώμα του μενεξέ, ιώδης, μοβ
2. το ουδ. ως ουσ. το μενεξεδί
το χρώμα του μενεξέ, το ιώδες, το μοβ.