μεσόστυλο

From LSJ

Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλοςFelix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund

Menander, Monostichoi, 502

Greek Monolingual

το (ΑM μεσόστυλον, Α και μεσοστύλιον)
το διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ δύο στύλων
μσν.
στον πληθ. τὰ μεσόστυλα
τα παραπήγματα που βρίσκονται μεταξύ τών στύλων ή κινητοί οικίσκοι
αρχ.
στον πληθ. (κατά τον Ησύχ.) «μεσόδμαι, μεσόστυλα»·
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιατικοποιημένος τ. του ουδ. ενός αμάρτυρου επιθ. μεσόστυλος.