μεσόστυλο
From LSJ
Εἷς ἐστι δοῦλος οἰκίας ὁ δεσπότης → Unus familiae servus ipse adeo est herus → Nur einen Sklaven gibt's allein im Haus, den Herrn
Greek Monolingual
το (ΑM μεσόστυλον, Α και μεσοστύλιον)
το διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ δύο στύλων
μσν.
στον πληθ. τὰ μεσόστυλα
τα παραπήγματα που βρίσκονται μεταξύ τών στύλων ή κινητοί οικίσκοι
αρχ.
στον πληθ. (κατά τον Ησύχ.) «μεσόδμαι, μεσόστυλα»·
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιατικοποιημένος τ. του ουδ. ενός αμάρτυρου επιθ. μεσόστυλος.