μεταβλητότητα

From LSJ

Ζῶμεν πρὸς αὐτὴν τὴν τύχην οἱ σώφρονες → Fortunae arbitrio nos modesti vivimus → Wir Weise leben mit dem Ziel des Glücks allein

Menander, Monostichoi, 189

Greek Monolingual

η
η κατάσταση, η φύση ή η ιδιότητα του μεταβλητού, ρευστότητα, αστάθεια, ευμεταβλησία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεταβλητός. Η λ., στον λόγιο τ. μεταβλητότης, μαρτυρείται από το 1840 στο Λεξικόν Νομοτεχνικόν Ιταλοελληνικόν].