μετακοιμίζω
From LSJ
οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
German (Pape)
[Seite 148] anderswohin in Schlaf, zur Ruhe bringen, übertr., ποῖ καταλήξει μετακοιμισθὲν μένος ἄτης, Aesch. Ch. 1072, das Unheil wird geändert u. beschwichtigt aufhören.
French (Bailly abrégé)
faire s'endormir.
Étymologie: μετά, κοιμίζω.