μεταλλίζω
From LSJ
Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld
German (Pape)
[Seite 149] Einen zur Bergwerksarbeit verurteilen, Pandect.
Greek Monolingual
μεταλλίζω (ΑM) μέταλλον
καταδικάζω κάποιον να εργάζεται στα μεταλλεία.