μεταλλογράφος

From LSJ

εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses

Source

Greek Monolingual

ο, η
αυτός που ασχολείται με τη μεταλλογραφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέταλλο + -γράφος (< γράφω)].