μεταλλόχρωμος
From LSJ
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
Greek Monolingual
-η, -ο και μεταλλόχρους, -ουν
αυτός που έχει μεταλλικό χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέταλλο + -χρωμος (< χρώμα)].