μεταξάς
From LSJ
Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fides → Vertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht
Greek Monolingual
ο, θηλ. μεταξού μετάξι
1. τεχνίτης ή βιομήχανος ο οποίος ασχολείται με την κατεργασία της μέταξας, μεταξουργός
2. έμπορος μέταξας
3. ιδιοκτήτης μεταξουργείου.