μεταπλάττω

From LSJ

καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village

Source

French (Bailly abrégé)

att. c. μεταπλάσσω.

Greek Monolingual

μεταπλάττω)
(αττ. τ.) βλ. μεταπλάθω.