μεταπλάθω

From LSJ

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source

Greek Monolingual

και ματαπλάθω και μεταπλάττω και μεταπλάσσω (ΑΜ μεταπλάττω, Α και μεταπλάσσω, Μ μέσ. και μεταπλάζομαι)
πλάθω κάτι διαφορετικό, μεταβάλλω ή μετασχηματίζω κάτι, μετατρέπω κάτι πλάθοντάς το («μηδέν μεταπλάττων παύοιτο ἕκαστα εἰς ἅπαντα», Πλάτ.)
νεοελλ.
πλάθω κάτι εκ νέου, ξαναπλάθω
μσν.
(το μέσ.) μεταπλάττομαι
διαμορφώνομαι
αρχ.
1. απομιμούμαι, παραποιώ, παραχαράσσω
2. γραμμ. (για ονόματα και ρήματα) σχηματίζομαι με μεταπλασμό.