μηλοκύδωνο

From LSJ

Ζῶμεν ἀλογίστως προσδοκοῦντες μὴ θανεῖν → Mortis non memores inconsulto vivimus → Den Tod verdrängend leben wir voll Unvernunft

Menander, Monostichoi, 200

Greek Monolingual

και μηλοκυδώνι, το (ΑΜ μηλοκυδώνιον)
το κυδώνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + κυδώνι(ον)].