μηλοκύδωνο
From LSJ
Ζῶμεν ἀλογίστως προσδοκοῦντες μὴ θανεῖν → Mortis non memores inconsulto vivimus → Den Tod verdrängend leben wir voll Unvernunft
Greek Monolingual
και μηλοκυδώνι, το (ΑΜ μηλοκυδώνιον)
το κυδώνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + κυδώνι(ον)].