μιξόχροος

From LSJ

ἀδύνατον καὶ οὐκ ἀνθρώπειον → not for man to attempt

Source

Greek (Liddell-Scott)

μιξόχροος: -ον, ὁ ἔχων μικτὸν χρῶμα, Ἰω. Γαζ.

Greek Monolingual

μιξόχροος, -ον (Μ)
αυτός που έχει μικτό χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο)- του μίγνυμι / μείγνυμι + -χροος (< χρώς, χρωτός)].[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. muon, συντετμ. τ. του mu-meson].