Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz
μισομόναχος, ον (Μ)αυτός που μισεί τους μοναχούς.[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + μοναχός.