οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
μισομόναχος, ον (Μ)αυτός που μισεί τους μοναχούς.[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + μοναχός.