μισομόναχος

From LSJ

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source

Greek Monolingual

μισομόναχος, ον (Μ)
αυτός που μισεί τους μοναχούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + μοναχός.