μνησιπονηρώ

From LSJ

κατατρίβω τὸ τῆς ἀρετῆς ὄνομαhave the name of virtue always on one's tongue

Source

Greek Monolingual

μνησιπονηρῶ, -έω (Α)
μνησικακώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μνησι- σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος (βλ. μιμνήσκω) + -πονηρώ (< -πόνηρος < πονηρός)].