κατατρίβω τὸ τῆς ἀρετῆς ὄνομα → have the name of virtue always on one's tongue
μνησιπονηρῶ, -έω (Α)μνησικακώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < μνησι- σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος (βλ. μιμνήσκω) + -πονηρώ (< -πόνηρος < πονηρός)].