Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei
μοιρογράφος, -ον (Μ)(για την Τύχη) αυτός που γράφει, που καθορίζει τη μοίρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῖρα + -γράφος].