μοιρογράφος

From LSJ

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148

Greek Monolingual

μοιρογράφος, -ον (Μ)
(για την Τύχη) αυτός που γράφει, που καθορίζει τη μοίρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῖρα + -γράφος].