μοιρογράφος

From LSJ

Δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → Qui sapit, eundem non bis errabit modum → Den selben Fehler zwei Mal macht kein kluger Mann

Menander, Monostichoi, 121

Greek Monolingual

μοιρογράφος, -ον (Μ)
(για την Τύχη) αυτός που γράφει, που καθορίζει τη μοίρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῖρα + -γράφος].