μοιρολογίστρα
From LSJ
Ἱκανῶς βιώσεις γηροβοσκῶν τοὺς γονεῖς → Senes parentes qui fovet, vivet diu → Hinlänglich lebst du, wenn du greise Eltern pflegst
Greek Monolingual
μοιρολογίστρια και μοιρολοΐστρα και μυρολογίστρι(ι)α, η (Μ μοιρολογίοτρια και μοιρολογίστρα και μοιριολογίστρια)
γυναίκα που εκτελεί και συχνά συνθέτει τα μοιρολόγια, συνήθως με αμοιβή, αλλ. κλαύτρουσα και καταλογίστρια
νεοελλ.
μτφ. απαισιόδοξος, μεμψίμοιρος άνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοιρολογῶ + -ίστρα (-ίστρια (πρβλ. κουν-ίστρα, τραγουδίστρια)].