μοιχαλλοίωτοι

From LSJ

Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein

Menander, Monostichoi, 225

Greek (Liddell-Scott)

μοιχαλλοίωτοι: ἐπίθ., Θ. Στουδ. σ. 832, ἔκδ. Mi. Ἡ Λατιν. ἐκεῖ μετάφρ. τὸ ἑρμηνεύει: qui adulterium (τοῦ εἰκονομάχου βασιλέως) volebant conjugium videri, ἀλλὰ τότε ἡ λέξ. ἔπρεπε, νομίζω, νὰ εἶναι: μοιχαλλοιωταί, εἰ καὶ δέν με λανθάνει, ὅτι ὑπάρχουσιν ἐπίθετα εἰς τος ἐνεργητικῆς σημασίας. Ὅμως δὲ ὑποθέτων τὴν γραφὴν ὀρθῶς ἔχουσαν ὡς ἔχει, ἑρμηνεύω: οἱ ὑπὸ τοῦ μοιχοῦ βασιλέως ἀλλοιωθέντες τὰ ἤθη καὶ τὴν εὐσέβειαν, ὥστε ἐγκρίνειν τὸν ἄθεσμον αὐτοῦ τέταρτον γάμον, Στ. Κουμαν. Συναγ. Λέξ. Ἀθησ.

Greek Monolingual

μοιχαλλοίωτοι, οἱ (Μ)
αυτοί που άλλαξαν τα ήθη και τις πεποιθήσεις τους, ώστε να εγκρίνουν τον παράνομο τέταρτο γάμο του μοιχού βασιλιά Κωνσταντίνου ΣΤ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοιχός + ἀλλοιῶ, -όω].