μολυβάς
From LSJ
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
Greek Monolingual
μολυβᾱς, -ᾱτος, ὁ (Α)
αυτός που ασχολείται με την κατεργασία του μολύβδου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβος + επίθημα -άς, -άτος, δηλωτικό επαγγέλματος (πρβλ, κασσιτερ-άς, χαλκωμ-άς)].