Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
μονομερῶς: Ἐπιρρ., = κατὰ μονομέρειαν, Μακάρ. 208C.