μονώνυξ

From LSJ

πρὸ τῆς φύσεως ἥκειν εἰς θάνατον → die before the natural term, die before one's time

Source

Greek Monolingual

μονώνυξ, -υχος, -ὁ, ἡ (Μ, Α μῶνυξ, -υχος, ὁ, ἡ, τὸ)
βλ. μονώνυχος.