μοσχάρα

From LSJ

πλέομεν δ' ἐπὶ οἴνοπα πόντον → we're sailing upon the wine-dark sea

Source

Greek Monolingual

μοσχάρα και μουσκάρα, ἡ (Μ)
μεγάλο θηλυκό μοσχάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοσχάριον + μεγεθ. κατάλ. -άρα (πρβλ. κοιλάρα, μουλάρα)].