μουσόπνευστος
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
German (Pape)
[Seite 211] von den Musen begeistert, Greg. Naz.
Greek (Liddell-Scott)
μουσόπνευστος: -ον, ὑπὸ τῶν Μουσῶν ἐμπεπνευσμένος, μουσόληπτος, Γρηγ. Ναζ. τ. 2, σ. 250Α.
Greek Monolingual
μουσόπνευστος, -ον (Α)
εμπνευσμένος από τις Μούσες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + -πνευστός (< πνέω), πρβλ. θεόπνευστος].