μπανάνα

From LSJ

κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart

Source

Greek Monolingual

η
1. βοτ. κοινή ονομασία του καρπού της μπανανιάς, δηλαδή τών ειδών του γένους μούσα, αγγειόσπερμου μονοκότυλου φυτού τών τροπικών περιοχών
2. (ηλεκτρολ.) κοινή ονομασία του βύσματος.