μπανάνα

From LSJ

Σαυτὸν φύλαττε τοῖς τροποῖς ἐλεύθερον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Bewahre deine Freiheit dir durch deine Art

Menander, Monostichoi, 485

Greek Monolingual

η
1. βοτ. κοινή ονομασία του καρπού της μπανανιάς, δηλαδή τών ειδών του γένους μούσα, αγγειόσπερμου μονοκότυλου φυτού τών τροπικών περιοχών
2. (ηλεκτρολ.) κοινή ονομασία του βύσματος.