μπανάνα

From LSJ

Νύμφη δ' ἄπροικος οὐκ ἔχει παρρησίαν → Sine dote nupta ius loquendi non habet → Doch ohne Mitgift hat die Braut kein Rederecht

Menander, Monostichoi, 371

Greek Monolingual

η
1. βοτ. κοινή ονομασία του καρπού της μπανανιάς, δηλαδή τών ειδών του γένους μούσα, αγγειόσπερμου μονοκότυλου φυτού τών τροπικών περιοχών
2. (ηλεκτρολ.) κοινή ονομασία του βύσματος.