μπερντές

From LSJ

οὐκ ἐπ' ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος → man will not live by bread alone (Matthew 4:4, Luke 4:4)

Source

Greek Monolingual

και μπερτές, ο
1. παραπέτασμα πόρτας ή παραθύρου, κουρτίνα
2. αυλαία θεάτρου
3. λαϊκή ονομασία του καταρράκτη τών ματιών
4. φρ. «καραγκιόζ μπερντές» — λευκή οθόνη πάνω στην οποία προβάλλονται οι σκιές του θεάτρου του καραγκιόζη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. perde].