μυελοκήλη

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259

Greek Monolingual

η
ιατρ. ποικιλία δισχιδούς ράχεως που χαρακτηρίζεται από προβολή του νωτιαίου μυελού έξω από τον σπονδυλικό σωλήνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. myelocele (< μυελός + κήλη)].