μυελοκήλη

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968

Greek Monolingual

η
ιατρ. ποικιλία δισχιδούς ράχεως που χαρακτηρίζεται από προβολή του νωτιαίου μυελού έξω από τον σπονδυλικό σωλήνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. myelocele (< μυελός + κήλη)].