μυελόφθιση

From LSJ

ὕδωρ δὲ πίνων οὐδὲν ἂν τέκοι σοφόν → by drinking water you would never create anything great

Source

Greek Monolingual

η
ιατρ. καταστροφή ή απλασία του μυελού τών οστών η οποία προκαλεί σημαντική μείωση τών έμμορφων στοιχείων του αίματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. myelophthisis (< μυελός + φθίση)].