μυρμηγκολόγος

From LSJ

βάκτρῳ δ' ἐρείδου περιφερῆ στίβον χθονός → support with a staff your steps that waver on the ground

Source

Greek Monolingual

και μερμηγκολόγος, ο
ζωολ. είδος πτηνού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρμήγκι + -λόγος].