μυρμηγκολόγος
From LSJ
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
Greek Monolingual
και μερμηγκολόγος, ο
ζωολ. είδος πτηνού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρμήγκι + -λόγος].