μυρμηγκόνα

From LSJ

γέρων βοῦς ἀπένθητος δόμοισι → the old ox is not lamented by the family members

Source

Greek Monolingual

μυρμηγκόνα, ἡ (Μ)
είδος αράχνης ή μεγάλο μυρμήγκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρμήγκι + μεγεθ. κατάλ. -όνα (πρβλ. κασόνα)].