γέρων βοῦς ἀπένθητος δόμοισι → the old ox is not lamented by the family members
μυρμηγκόνα, ἡ (Μ)είδος αράχνης ή μεγάλο μυρμήγκι.[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρμήγκι + μεγεθ. κατάλ. -όνα (πρβλ. κασόνα)].