μυστικοσύμβουλος

From LSJ

ὦ θάνατε, σωφρόνισμα τῶν ἀγνωμόνων → o death, chastener of the foolish | ο death, warning to the arrogant

Source

Greek Monolingual

ο
1. μέλος του μυστικοσυμθουλίου
2. έμπιστο πρόσωπο το οποίο συμβουλεύεται κάποιος για τις ιδιωτικές του υποθέσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυστικός + σύμβουλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1837 στην Εφετηρίδα του Α. Ι. Κλάδου].